- επισκευαστής
- οθηλ. -άστρια αυτός που επισκευάζει, ο επιδιορθωτής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπισκευαστής — one who equips masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισκευαστής — ο (θηλ. επισκευάστρια) (AM ἐπισκευαστής) [επισκευάζω] αυτός που επισκευάζει, που επιδιορθώνει … Dictionary of Greek
ἐπισκευαστῆς — ἐπισκευαστός repaired fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευασταί — ἐπισκευαστής one who equips masc nom/voc pl ἐπισκευαστός repaired fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευαστῇ — ἐπισκευαστής one who equips masc dat sg (attic epic ionic) ἐπισκευαστός repaired fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευαστήν — ἐπισκευαστής one who equips masc acc sg (attic epic ionic) ἐπισκευαστός repaired fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευαστῶν — ἐπισκευαστής one who equips masc gen pl ἐπισκευαστός repaired fem gen pl ἐπισκευαστός repaired masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκευαστάς — ἐπισκευαστά̱ς , ἐπισκευαστής one who equips masc acc pl ἐπισκευαστά̱ς , ἐπισκευαστής one who equips masc nom sg (epic doric aeolic) ἐπισκευαστά̱ς , ἐπισκευαστός repaired fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπητής — ἠπητής, ό, θηλ. ἠπήτρια (Α) [ηπάομαι] επιδιορθωτής, επισκευαστής … Dictionary of Greek
καθεκλοποιός — ο κατασκευαστής ή επισκευαστής καρεκλών, καρεκλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθέκλα + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. επιπλο ποιός, θαυματο ποιός. Η λ., στον τ. καθεκλοποιοί, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek